-
1 γεραιος
I31) старый, почтенный(ἄττα Hom.; προπάτωρ Pind.)
2) древний(Πριάμου πόλις Aesch.)
3) старческий(σῶμα Soph.; χείρ Eur.)
IIὅ старец, старик Hom., Plut.οἱ γεραίτεροι Arst. — люди постарше, Xen., Plat. старейшины
См. также в других словарях:
γεραίτεροι — γεραιός old masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεραιός — γεραιός, ά, όν (Α) Ι. 1. σεβαστός, σεβάσμιος 2. αρχαίος, παλαιός (< «γεραιὰ πόλις») 3. γέρικος, γερασμένος («γεραιὸν σῶμα», «γεραιὰ χείρ») II. 1. (συγκρ.) γεραίτερος, α, ον (συνήθως ο πληθ. αρσ. ως ουσ.) oἱ γεραίτεροι οι γέροντες, οι προεστοί… … Dictionary of Greek
τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… … Dictionary of Greek